εστιακός

εστιακός
-ή, -ό (Α ἑστιακὸς και ἑστιατικός, -ή, -όν) [εστία]
αυτός που αναφέρεται στην εστία
νεοελλ.
1. μαθ. «εστιακή απόσταση» — η απόσταση μεταξύ δύο εστιών μιας κωνικής τομής
2. φυσ. αυτός που αναφέρεται στις εστίες τών κατόπτρων και τών φακών (α. «εστιακή απόσταση» — η απόσταση τής κύριας εστίας ενός κεντρωμένου οπτικού συστήματος από το κύριο επίπεδο τού συστήματος
β. «εστιακή ευθεία» — μικρό ευθύγραμμο τμήμα, στο οποίο συγκεντρώνονται οι ακτίνες μιας φωτεινής δέσμης
γ. «εστιακό επίπεδο» — επίπεδο κάθετο προς τον άξονα ενός οπτικού συστήματος που περιέχει την εστία)
αρχ.
αγνός, παρθένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εστιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εστία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έλλειψη — Απουσία, ανυπαρξία· ανεπάρκεια, ατέλεια, ελάττωμα. Ο όρος έ. αναφέρεται σε ένα σχήμα λόγου, στο οποίο παραλείπονται μία ή περισσότερες λέξεις που εύκολα εννοεί ο ακροατής, με σκοπό να εκφραστεί συντομότερα ή πυκνότερα μια σκέψη. Αυτή η συντομία… …   Dictionary of Greek

  • εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… …   Dictionary of Greek

  • ομοεστιακός — ή, ό (για φακό) αυτός που έχει την ίδια οπτική εστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + εστιακός (< εστία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”